- εδικός
- (I)-ή, -ό και ιδικός, -ή, -ό και δικός, -ή, -ό (Μ ἐδικός, -ή, -όν και δικός, -ή, -όν και ἰδικός, -ή, -όν)δικός, ιδικός.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δικός].————————(II)-ή, -ό [Έδα]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Έδα, έργο τής παλαιάς ισλανδικής φιλολογίας.
Dictionary of Greek. 2013.