εδικός

εδικός
(I)
-ή, -ό και ιδικός, -ή, -ό και δικός, -ή, -ό (Μ ἐδικός, -ή, -όν και δικός, -ή, -όν και ἰδικός, -ή, -όν)
δικός, ιδικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δικός].
————————
(II)
-ή, -ό [Έδα]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Έδα, έργο τής παλαιάς ισλανδικής φιλολογίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εδικός — ή, ό βλ. ιδικός, δικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δικός — και ιδικός και εδικός, ή και ιά, ό (AM ιδικός, ή, όν) ισοδυναμεί με κτητική αντωνυμία 1. συγγενής, οικείος, στενός φίλος 2. (με τις προσωπ. αντων. μου, σου, του ή της, μας, σας, τους) (για πρόσ.) συγγενής ή στενός φίλος, συνεργάτης κ.λπ. 3. (με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”